μπολσεβίκος

μπολσεβίκος
ο
(λ. ρωσ.), ο κομουνιστής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπολσεβίκος — ο, θηλ. μπολσεβίκα 1. οπαδός τού μπολσεβικισμού 2. μτφ. αυτός που θεωρεί την επανάσταση ως τη μόνη δυνατή διαδικασία για την αλλαγή μιας κοινωνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. bolsevik] …   Dictionary of Greek

  • μπολσεβικικός — ή, ό και μπολσεβίκικος, η, ο [μπολσεβίκος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μπολσεβικισμό ή στους μπολσεβίκους …   Dictionary of Greek

  • μπολσεβικισμός — Θεωρία και διδασκαλία της πλειοψηφίας της αριστερής πτέρυγας του ρωσικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Ο μ. πήρε την υλική του υπόσταση στο προλεταριακό κόμμα νέου τύπου, που ίδρυσε ο B.I. Λένιν. Ουσιαστικά άρχισε να διαμορφώνεται το 1903, τότε… …   Dictionary of Greek

  • Τουκατσέφσκι, Μιχαήλ — (1895 – ;). Ρώσος μπολσεβίκος στρατηγός. Ήταν αριστοκρατικής καταγωγής, πήρε μέρος στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο ως αξιωματικός και λίγο πριν από την κατάρρευση του ρωσικού μετώπου πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Γερμανούς και κλείστηκε στο φρούριο της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”